- αμαύριστος
- -η, -ο [μαυρίζω]1. αυτός που δεν μαυρίστηκε, δεν βάφηκε μαύρος, ο αμουντζούρωτος2. (για υποψήφιους σε εκλογές) αυτός που δεν έλαβε μαύρη ψήφο, που δεν καταψηφίστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαύριστος — η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε μαύρος, αμουντζούρωτος: Δεν είχαν αφήσει τοίχο αμαύριστο. 2. αυτός που δεν πήρε μαύρες ψήφους, που δεν καταψηφίστηκε: Στο χωριό αυτό σε καμιά εκλογή δεν έμεινε αμαύριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)